- δριμύλος
- δριμύλος, -ον (Α)φρ. «ὄμμα δριμύλον» — βλέμμα διαπεραστικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δριμύλος — δρῑμύλος , δριμύλος a piercing little masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμύλον — δρῑμύλον , δριμύλος a piercing little masc/fem acc sg δρῑμύλον , δριμύλος a piercing little neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δριμύλα — δρῑμύλα , δριμύλος a piercing little neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμύλου — δρῑμύλου , δριμύλος a piercing little masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμύλωι — δρῑμύλῳ , δριμύλος a piercing little masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)